Αρχαία Ελληνική αποικία των Μιλησίων και με έντονο το Ελληνικό στοιχείο μέχρι και το 1922, η Αρτάκη Κυζίκου είναι η αλησμόνητη πατρίδα των κατοίκων της Νέας Αρτάκης Εύβοιας.
Η Αρτάκη, σημερινό Ερντέκ (στα Τούρκικα) είναι μια παραλιακή πόλη στο νότιο-νοτιοδυτικό τμήμα της Κυζικηνής χερσονήσου, 16 χλμ. βορειοδυτικά της Πανόρμου και 120 χλμ. νοτιοδυτικά της Κωνσταντινούπολης. Βρίσκεται στην περιοχή του Μαρμαρά κοντά στον ισθμό που συνδέει την Κυζικηνή χερσόνησο με την υπόλοιπη Μικρά Ασία.
H ελληνική ονομασία του οικισμού ήταν Αρτάκη (στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Υρτάκη ή Υρτάκιον και ήταν αποικία των Μιλησίων), έτσι ήταν καταχωρισμένη στα επίσημα εκκλησιαστικά έγγραφα. Η επίσημη ονομασία του οικισμού και η αναγραφή του στα επίσημα οθωμανικά έγγραφα ήταν Ερντέκ (Erdek).
Η Αρτάκη ήταν μία από τις αρχαίες ελληνικές αποικίες των Μιλησίων του 7ου – 8ου αιώνα π.Χ. στις ακτές της Προποντίδας στη Βιθυνία. Πιθανότερη μητρόπολη της θεωρείται η Μίλητος η οποία είχε αποικήσει και την γειτονική Κύζικο, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται 10 χλμ. ανατολικότερα.
Η πόλη είχε λάβει μέρος στην επανάσταση των Ιώνων όπου και στη συνέχεια καταστράφηκε από τους Πέρσες το 494 π.Χ μετά την καταστροφή της Μιλήτου. Στη συνέχεια σιγά σιγά ανοικοδομήθηκε και στον Πελοποννησιακό πόλεμο υπήρξε σύμμαχος των Αθηναίων. Αργότερα περιήλθε στη Μακεδονική, Ρωμαϊκή και Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μετά όμως από έναν καταστρεπτικό σεισμό που συνέβη το 1063 μ.Χ. στην περιοχή, η Κύζικος υπέστη μεγάλες καταστροφές με αποτέλεσμα η έδρα της τοπικής μητρόπολης να μεταφερθεί στην Αρτάκη. Τα επόμενα χρόνια η Αρτάκη έγινε το σημαντικότερο κέντρο της νότιας Προποντίδας. Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Οθωμανούς έγινε έδρα διοικήσεως.
Η Αρτάκη τα χρόνια των Οθωμανών
Το χριστεπώνυμο πλήρωμα της μητρόπολης Κυζίκου, σύμφωνα με την απογραφή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ξενοφάνης του Συλλόγου Μικρασιατών «Ανατολή» στην Αθήνα, αριθμούσε 73.203 Ελληνορθόδοξους. Κατά τον Ι. Μακρή, στις αρχές του αιώνα (και πριν αποσπαστεί ακόμα η μητρόπολη Δαρδανελίων και Λαμψάκου) οι χριστιανοί ήταν 71.103 συνολικά, έχοντας 75 ορθόδοξες εκκλησίες σε λειτουργία και 109 ιερείς. Η Κυζικηνή χερσόνησος, σύμφωνα με τον Π. Κοντογιάννη, είχε 26.500 κατοίκους: οι περισσότεροι ήταν Έλληνες, οι μουσουλμάνοι ήταν 3.700 και 700 οι Αρμένιοι. Σε όλη τη χερσόνησο, με τους 17 οικισμούς της, υπολογιζόταν ότι υπήρχαν στις αρχές του 20ού αιώνα 20.700 Έλληνες, περίπου 3.000 μουσουλμάνοι και 1.000 Αρμένιοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία διάλεξης του Α. Μαλκώτση στον Σύλλογο «Η Ανατολή», η Αρτάκη για το έτος 1893-4 είχε συνολικό αριθμό 12.850 κατοίκους, από τους οποίους τα 3/4 ήταν ελληνορθόδοξοι και το 1/4 οθωμανοί (Τούρκοι δηλαδή) και Κιρκάσιοι (βλ. Μαλκώτσης, Α., «Περί της Χερσονήσου Κυζίκου ή Αρκτονήσου ή (Τουρά) Καπουδαγί», Ξενοφάνης 1 [1896], σελ. 257).
Η επίσημη οθωμανική απογραφή για το 1901 δίνει για την Αρτάκη 9.068 κατοίκους, από τους οποίους 6.511 ήταν ελληνορθόδοξοι, 2.400 Τούρκοι, 45 Αρμένιοι και 31 Εβραίοι· βλ. Ανώνυμος, «Στατιστικός πίναξ της επαρχίας Κυζίκου», Ξενοφάνης 3/1 (1905), σελ. 92. Η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1905 (βλ. Ημερολόγιον Εθνικών Φιλανθρωπικών Καταστημάτων [Κωνσταντινούπολη 1905], σελ.178-179) αναφέρεται σε 8.500 ελληνορθόδοξους κατοίκους, η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το 1922 δίνει τον αριθμό των 7.000 ελληνορθόδοξων κατοίκων (Patriarcat Oecumenique, Les atrocités Kémalistes dans les régions du Pont et dans le reste de l’Anatolie [Κωνσταντινούπολη 1922], σελ. 223).
Ο Α.Ν. Αναγνωστόπουλος (Γεωγραφία της Ανατολής. Τόμος πρώτος: Φυσική Κατάστασις της Ανατολής [Αθήνα 1922], σελ. 69-70) δε δίνει ακριβή πληθυσμιακά στοιχεία, ενώ ο Π. Κοντογιάννης, (Γεωγραφία της Μικράς Ασίας. Φυσική σύστασις της χώρας, πολιτική γεωγραφία, φυσικός πλούτος [Αθήνα 1921], σελ. 265-6) αναφέρεται σε σύνολο 12.500 κατοίκων από τους οποίους οι 3.000 ήταν Τούρκοι, ενώ οι υπόλοιποι ήταν ελληνορθόδοξοι, πλην ελάχιστων Κιρκασίων.
Οικονομία
Η Αρτάκη είχε αμπελοφυτείες και παρήγε λευκό οίνο, ρακή και κονιάκ. Υπήρχαν ακόμα καλλιέργειες ελαιόδεντρων και αχλαδιών. Πολλοί κάτοικοί της ασχολούνταν με τη ναυτιλία, καθώς η πόλη διέθετε απάνεμο λιμάνι με εμπορική κίνηση. Γενικά η χερσόνησος της Κυζίκου παρήγε ελαιόλαδο, κρασί, σταφύλια, μετάξι, κρεμμύδια, ενώ είχε μερίδιο από την πλούσια αλιεία της Προποντίδας.
Η παραγωγή μεταξιού ήταν προσοδοφόρο επάγγελμα, γεγονός που καθιστούσε την ενασχόληση με αυτή μια σίγουρη επαγγελματική διέξοδο. Αναφέρεται ότι στην Πέραμο αποτελούσε τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος, με κέρδη που άγγιζαν τις 9 με 10 χιλιάδες χρυσές τουρκικές λίρες ετησίως.
Στον ορεινό όγκο της χερσονήσου υπήρχαν λατομεία γρανίτη (εκτός από την Πέραμο, στο Αρμενοχώρι και το Χαμαμλί). Οι κάτοικοί της εκτός από γεωργοί ήταν ναυτικοί ή μετακόμιζαν στη γειτονική Κωνσταντινούπολη, όπου εργάζονταν ως παντοπώλες, ταβερνιάρηδες και ξενοδόχοι.
Παιδεία
Το πρώτο σχολείο της μητρόπολης Κυζίκου ιδρύθηκε στην Αρτάκη στις αρχές του 19ου αιώνα. Χτίστηκε το 1879 από τους Έλληνες Αρτακινούς, για να μετατραπεί μετά σε σχολείο για τα παιδιά του χωριού. Το κτίριο χρησιμοποιήθηκε ως προσωρινό νοσοκομείο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, και ειδικότερα για να προσφέρει περίθαλψη στους τραυματίες της Μάχης της Καλλίπολης το 1915 στα Δαρδανέλια. Αργότερα μετατράπηκε σε κανονικό σχολείο, που έφερε το όνομα «Ατατούρκ».
Η Αρτάκη κατά τις αρχές του 20ού αιώνα είχε επτατάξιο αρρεναγωγείο, με επτά δασκάλους και περίπου 400 μαθητές. Αυτό στεγαζόταν σε κοινοτικό κτήριο του 1890, και από το 1911 σε μεγαλοπρεπές οικοδόμημα που αποτελούσε μια μικρογραφία του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών.
Η οικοδομή στοίχισε περι τις 7.000 χρυσές λίρες Τουρκίας και για το σκοπό αυτό όλοι οι Ελληνικής Καταγωγής Αρτακηνοί, συνέβαλαν με χρηματικές εισφορές και προσωπική εργασία..
Το παρθεναγωγείο της είχε πέντε τάξεις, με τέσσερις δασκάλες και περίπου 150 μαθήτριες. Τέλος, το νηπιαγωγείο της πόλης είχε 200-300 παιδιά. Οι δαπάνες της κοινότητας για την εκπαίδευση εκείνη την εποχή ανέρχονταν σε 500 χρυσές τουρκικές λίρες ετησίως.
Σημαντική για τα σχολεία ήταν η συμβολή των φιλεκπαιδευτικών σωματείων που ιδρύθηκαν τότε (σωματείο «Δίνδυμος», Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης Κωνσταντινουπόλεως, η Αδελφότητα του Αγίου Νικολάου, ο Μορφωτικός Κοινοτικός Σύνδεσμος «ο Κύζικος» κ.ά.).
Λαϊκός Πολιτισμός
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά έθιμα που χαρατήριζε ένα μέρος της αρτακηνής κοινωνίας, με ευρύτερες επιπτώσεις και στη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών, ήταν το γαμήλιο έθιμο που ήθελε την κόρη να μην εγκαταλείπει την πατρική οικία μετά το γάμο της αλλά να προικίζεται με αυτή, ούτως ώστε να γηροκομεί τους γονείς της. Το έθιμο αυτό είναι γνωστό και από περιπτώσεις αιγαιοπελαγίτικων νησιών, όπως η Μυτιλήνη και η Σάμος. Ένα άλλο έθιμο επίσης, χαρακτηριστικό για τους ορθοδόξους πολλών περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ήταν το κάψιμο ενός ομοιώματος Εβραίου την Κυριακή του Πάσχα, μετά τη Δευτερανάσταση (για την ακρίβεια πυροβολούσαν το ομοίωμα με μικρά εμπροσθογεμή τουφέκια, τα καρτίσια, ενώ αυτό κρεμόταν από δένδρο στον περίβολο της εκκλησίας. Ήταν η μοναδική περίπτωση που η οθωμανική διοίκηση επέτρεπε στους κατοίκους να οπλοφορούν).
Η Εκκλησία του Αγίου Νικολάου
Η Αρτάκη ήταν η έδρα της μητρόπολης Κυζίκου. Ο πλήρης τίτλος του μητροπολίτη Κυζίκου ήταν «μητροπολίτης Κυζίκου, υπέρτιμος και έξαρχος παντός Ελλησπόντου». Η μητρόπολη ήταν πέμπτη τη τάξει στην ιεραρχία των μητροπόλεων του κλίματος του Οικουμενικού θρόνου (στο συνταγμάτιο μάλιστα του 1905 ανέρχεται στην 4η θέση).
Η Αρτάκη είχε δύο ναούς: τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου που βρισκόταν δίπλα στη δυτική παραλία της πόλης και μια άλλη εκκλησία παλαιότερη, αφιερωμένη στους Αγίους Θεοδώρους, στο κέντρο της Αρτάκης. Ο μητροπολιτικός ναός ήταν παλαιά εκκλησία, η οποία παραδόξως δεν βρισκόταν εντός της παλαιάς ενορίας του Αγίου Νικολάου αλλά στην ενορία της Μεγάλης Παναγίας ή Λεβεντίστρας, ενώ ήταν χτισμένος πάνω στα ερείπια του παλαιού ναού της Θεοτόκου. Ο Κων. Μακρής υποθέτει ότι οι δύο ναοί, του Αγίου Νικολάου και της Θεοτόκου, πρέπει να καταστράφηκαν από πυρκαγιά (τοποθετεί το γεγονός πριν από το 1800) και οι κάτοικοι αποφάσισαν να ανεγείρουν έναν ενιαίο μητροπολιτικό ναό. Επειδή όμως οι ενορίτες του Αγίου Νικολάου ήταν πιο εύποροι ως ασχολούμενοι με τη ναυτιλία, επέβαλαν ως όνομα της νέας εκκλησίας αυτό του Αγίου Νικολάου.
Πάντως ο μητροπολιτικός ναός καταστράφηκε εκ νέου από πυρκαγιά το 1854 και ανοικοδομήθηκε μεγαλοπρεπέστερος το 1857 με πρωτοβουλία του τότε μητροπολίτη Κυζίκου (1845-60) και μετέπειτα πατριάρχη Ιωακείμ Β΄(1860-63, 1873-78). Μέσα στον περίβολο του μητροπολιτικού ναού χτίστηκε και το νέο κτήριο της μητρόπολης, που αποτελούσε κατοικία του μητροπολίτη και είχε επίσης καταστραφεί στη μεγάλη πυρκαγιά του 1854. Το κτήριο αυτό αποπερατώθηκε επί των ημερών του μητροπολίτη Κυζίκου Κωνσταντίνου (Αλεξανδρίδη) το 1909. Τόσο η εκκλησία όσο και το μητροπολιτικό μέγαρο καταστράφηκαν από τη μεγάλη πυρκαγιά τον Αύγουστο του 1917. Επίσης στην Αρτάκη υπήρχε μικρός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ο οποίος χτίστηκε έξω από την πόλη με πρωτοβουλία ομώνυμου σωματείου, που ιδρύθηκε από τις συντεχνίες και τις άλλες επαγγελματικές τάξεις της πόλης για το σκοπό αυτόν.
Η μεγάλη φωτιά του 1917
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες από το αρχείο του Ιδρύματος Μείζωνος Ελληνισμού, η φωτιά ξεκίνησε από μία λάμπα στην οποία αντί για πετρέλαιο έβαλαν βενζίνη. Οι Τούρκοι, είπαν, άσε τους γκιαούρηδες να καούνε, για να κάνουν αρπαγή. Και πήρε η Αρτάκη φωτιά και κάηκε.
Σώθηκε μόνο ένα μέρος, γιατί μες την Αρτάκη περνούσε ένα ποτάμι μεγάλο και έτρεχε στη θάλασσα. Κι έμειναν από ‘κει τα σπίτια, έμεινε του Μιμίκου (της ίδιας οικογένειας με τους επιχειρηματίες στην Εύβοια) και άλλα σπίτια έμειναν εκεί, τα μαγαζιά, του πασά και όλος ο συνοικισμός, μέχρι την Αγιά Σωτήρα. Το 1917 έγινε η φωτιά. Ήμουν 7 χρονώ. Κάηκαν όλα, γίνηκαν στάχτη όλα.
Μετανάστευση – προσφυγιά
Η πόλη είχε κατά συντριπτική πλειονότητα ελληνικό πληθυσμό μέχρι το 1922 όπου και ακολούθησε η εξόντωσή του. Μετά την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών που προέβλεπε η συνθήκη της Λωζάνης οι περισσότεροι κάτοικοι, όσοι είχαν επιζήσει της καταστροφής της Αρτάκης, εγκαταστάθηκαν σε παραχωρηθείσα έκταση στην κεντρική Εύβοια όπου και ίδρυσαν τον οικισμό της Νέας Αρτάκης.
Αντίστοιχα, στην Αρτάκη εγκαταστάθηκαν τουρκικές-μουσουλμανικές οικογένειες από την Ιεράπετρα της Κρήτη και Τούρκοι που είχαν εκδιωχθεί κυρίως από τη Βεγγάζη.
Αρκετοί κάτοικοι της Αρτάκης αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μακριά από τον τόπο τους. Πολλοί μετανάστευσαν στην Αμερική στις αρχές του αιώνα, κυρίως μετά την απόφαση της οθωμανικής κυβέρνησης μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων να επιστρατεύει και χριστιανούς στον οθωμανικό στρατό. Στην Αστόρια της Νέας Υόρκης υπάρχει παροικία Αρτακηνών. Εκτός όμως από την εξωτερική μετανάστευση, υπήρξε και εσωτερική, εντός των πλαισίων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυρίως προς την Κωνσταντινούπολη. Εκεί ήταν εγκατεστημένες περί τις 30 οικογένειες Αρτακηνών, που ασχολούνταν κυρίως με την πώληση κρασιού. Μετά την Έξοδο, οικογένειες από την Αρτάκη εγκαταστάθηκαν στο Μαυροχώρι και την Πολυκάρη Καστοριάς και τη Νέα Αρτάκη Εύβοιας.
Διαβάστε την ιστορία του ξεριζωμού των Αρτακιανών και την μετέπειτα εγκατάστασης τους στον Βατώντα της Εύβοιας.
Πηγές:
Εγκυκλοπαίδεια του Ελληνικού Κόσμου, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού
Ακολουθείστε μας στο Google News