Την 29η Αυγούστου 1922 με δύο κουβέρτες και λίγα ρούχα στα χέρια τους, οι κάτοικοι της Αρτάκης της επαρχίας του Κυζίκου εγκαταλείπουν τα σπίτια τους, την περιουσία τους, τις δουλειές τους, τον τόπο τους και την ίδια την ζωή τους και μεταβαίνουν στο νησί Μαρμαρά.
Εκεί και για ένα έτος φιλοξενούνται σε στρατιωτικούς θαλάμους στην Άνω Τούμπα. Ακόμα και τριάντα οικογένειες σε ένα θάλαμο, στρώνοντας κάτω ότι κιλίμια και κουβέρτες είχαν κουβαλήσει μαζί τους. Όσο υπάρχει η βοήθεια του Αμερικάνικου Ερυθρού Σταυρού η κατάσταση είναι ανεκτή. Μόλις όμως μετά από έξι μήνες ο Αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός αποχωρεί και η ευθύνη για την σίτιση και την υγεία των προσφύγων περνά στο Ελληνικό κράτος, αρχίζει η πείνα, η δυστυχία και οι αρρώστιες.
Χτυπημένοι από την ελονοσία, το κρύο και την πείνα, περίπου 400 Αρτακιανές οικογένειες σύστησαν επιτροπή υπό την αρχηγία του Σωκράτη Παπαζώτου και μέλη τους Mιλτιάδη Ψαθέρη, Kωνσταντίνο Θεολόγο, Kωνσταντίνο Aμυλίδη ή Bουλγαράκη και Nικολάο Kατζάρη για να βρουν κατάλληλα μέρη για μετεγκατάσταση. Η επιτροπή μετά από αναζήτηση κατέληξε στο Bατώντα της Eύβοιας που ήταν παραθαλάσσιος και καλύτερος από όλες τις απόψεις. Στις 24 Σεπτεμβρίου του 1924 οι Αρτακιανοί πρόσφυγες αναχωρούν με ατμόπλοιο από τη Θεσσαλονίκη και μετά από δύο ημέρες αποβιβάζονται στο λιμάνι της Χαλκίδας.