Την Κυριακή 19 Ιανουαρίου 1947, συνέβη στον Ευβοϊκό μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες του 20ου αιώνα. Το επιβατηγό πλοίο «Χειμάρρα» (πρώην S/S Hertha), το οποίο εκτελούσε το δρομολόγιο Θεσσαλονίκης – Πειραιά, βυθίστηκε παίρνοντας μαζί του στα παγωμένα νερά 385 ανθρώπους.

Το Χειμάρρα ήταν ένα επιβατηγό ατμόπλοιο που ναυπηγήθηκε από το ναυπηγείο Oderwerke στο Στετίν της Γερμανίας το 1905 με το όνομα Χέρτα (S/S Hertha). Ξεκίνησε δρομολόγια την 7η, Ιουνίου του 1905 και χρησιμοποιήθηκε αρχικά από την ταχυδρομική υπηρεσία ενώ στη συνέχεια και από την 6η Αυγούστου 1914 το ατμόπλοιο ανασκευάζεται και χρησιμοποιείται ως βοηθητικό σκάφος νοσοκομείο. Χωρίς να προλάβει να χρησιμοποιηθεί ως τέτοιο, γίνεται νέα μετατροπή και από το Σεπτέμβριο του 1914 γίνεται βοηθητικό σκάφος ναρκοθέτησης. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, λειτουργεί ως επιβατηγό και κάνει ταξίδια σε Πρωσία και Κοπεγχάγη.

Από τον Οκτώβριο του 1939, η Χέρτα χρησιμοποιήθηκε στην υπηρεσία του Πολεμικού Ναυτικού της ναζιστικής Γερμανίας ενώ μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, παραδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1946 το «Χέρτα» δόθηκε στη χώρα μας ως πολεμική επανόρθωση και το εκμεταλλευόταν το Δημόσιο, ονομάστηκε Χειμάρρα και χρησιμοποιήθηκε ως επιβατηγό.

To «Χειμάρα» βούλιαξε σε ηλικία 42 ετών και αποτελούσε το τελευταίο ατμόπλοιο της ελληνικής ακτοπλοΐας. Έπειτα από επισκευές στον Πειραιά, εκτελούσε την ακτοπλοϊκή γραμμή Θεσσαλονίκη-Πειραιάς. Επρόκειτο για μια εναλλακτική διαδρομή, καθώς εν μέσω εμφυλίου, το οδικό δίκτυο της χώρας βρισκόταν σε τραγική κατάσταση.

blank
Το μοιραίο ταξίδι

Το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1947, 8:30 π.μ. το Χειμάρρα απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα.
Την 1:00 η ώρα ξημερώματα Κυριακής 19ης Ιανουαρίου το Χειμάρρα κάνει στάση στην Χαλκίδα όπου και αποβιβάζονται 16 επιβάτες.

Την 4:10 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου 1947,προσέκρουσε, λόγω της πυκνής ομίχλης, στις βραχονησίδες «Βερδούγια» στο Νότιο Ευβοϊκό. Από την ισχυρή σύγκρουση, νερά άρχισαν να εισρέουν στο πλοίο, προκαλώντας σοβαρό πρόβλημα στο πηδάλιο του πλοίου, με αποτέλεσμα να παραμείνει ακυβέρνητο. Η εγκατάλειψη του πλοίου έγινε εντελώς ανεξέλεγκτα, καθώς το πλήρωμα του «Χειμάρρα» δεν φρόντισε να διατηρήσει την τάξη κατά την εγκατάλειψη του σκάφους.

Αν και το επιβατηγό βυθίστηκε μιάμιση ώρα αργότερα και σε απόσταση μόλις ενός μιλίου από την Αγία Μαρίνα, ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, το φοβερό ψύχος και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα της περιοχής, είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 385 άνθρωποι.

Οι έρευνες για την αναζήτηση των ναυαγών άρχισαν μετά 10 ώρες! Τα ναρκαλιευτικά και τα πλοιάρια δύο μέρες μάζευαν επιπλέοντα πτώματα στον Ευβοϊκό. Τελικά, από τους 620 επιβαίνοντες μπόρεσαν να σωθούν, αφού πάλεψαν με τα κύματα, 246 άτομα.

Ανάμεσα στους επιβάτες, πέρα από τις γυναίκες και τα παιδιά, ήταν και 36 πολιτικοί κρατούμενοι που μεταφέρονταν σε διάφορους τόπους εξορίας καθώς και περίπου 200 χωροφύλακες και στρατιώτες. Μόνο δέκα από αυτούς μπόρεσαν να σωθούν. Ανάμεσα στους διασωθέντες  και ο  μετέπειτα διατελέσας δήμαρχος Θεσσαλονίκης  Ντίνος Κοσμόπουλος. Ανάμεσα  σε εκείνους που πνίγηκαν ο φωτορεπόρτερ  Ακερμανίδης, ο  δήμαρχος Πόρου  Δημήτριος Αριστ. Σαμπάνης, μέλη της φρουράς  του τότε διαδόχου, πολιτικοί εξόριστοι και χωροφύλακες.

Οι ανακρίσεις τις επόμενες μέρες έδειξαν ότι ο ασύρματος του πλοίου δε λειτούργησε για να δώσει το στίγμα και να εκπέμψει SOS, καθώς με την έκρηξη καταστράφηκαν οι λυχνίες του πομπού. Άλλες πηγές (κάτι το οποίο υποστήριξαν και οι Άγγλοι) ανέφεραν ότι χτυπήθηκε από νάρκη που παρασύρθηκε λόγω της θαλασσοταραχής από τα παρακείμενα του διαύλου ναυσιπλοϊας ναρκοπέδια.

Υποστηρίχτηκε επίσης ότι το πλοίο δεν πέρασε από το δίαυλο ναυσιπλοϊας αλλά αριστερότερα. Επικράτησε μεγάλη σύγχυση και πανικός. Οι λέμβοι και σχεδίες βυθίζονταν από το μεγάλο αριθμό των επιβαινόντων ή ανατρέπονταν πριν ακόμη επιβιβαστούν σ’ αυτές οι ναυαγοί. Στο πλοίο επέβαιναν και πολλοί οπλίτες, οι οποίοι έπεφταν στη θάλασσα με τα ρούχα, με αποτέλεσμα να πνίγονται αμέσως στα παγωμένα νερά. Από τις ανακρίσεις επίσης προέκυψε ότι οι ένοπλοι χωροφύλακες και οπλίτες που επέβαιναν στη “Χειμάρρα” – 203 τον αριθμό – δεν επειθάρχησαν στις διαταγές του πλοιάρχου και κατέλαβαν πρώτοι τις ναυαγοσωστικές λέμβους, αφήνοντας στο πλοίο αβοήθητους γυναίκες και παιδιά.

Στις εφημερίδες της εποχής γράφτηκε τις επόμενες μέρες ότι οι 550 επιβάτες ήταν στοιβαγμένοι σ’ ένα καράβι – καρυδότσουφλο στο οποίο επικρατούσε το αδιαχώρητο.

Όπως επίσης καταγγέλλονταν, δύο χρόνια μετά την αποχώρηση των ναζί κατακτητών, σε όλα σχεδόν τα πλευρά των θαλάσσιων συγκοινωνιών εξακολουθούσαν να υπάρχουν ναρκοπέδια. Στη δίκη που έγινε  αργότερα τιμωρήθηκε ο  β’ πλοίαρχος  Μπέρτολς με φυλάκιση  είκοσι μηνών και ο α πλοίαρχος Μπελέσης  με φυλάκιση 15 μηνών με αναστολή ενώ ο τότε Υπουργός  Εμπορικής Ναυτιλίας Θεόδωρος Κιζάνης  τους  τιμώρησε   με  στέρηση του διπλώματος,  9 μήνες  τον  πλοίαρχο  και έξι μήνες  τον  ύπαρχο. Μικρότερες ποινές επιβλήθηκαν σε μηχανικούς. Για την απώλεια του πλοίου το Ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από την ασφάλεια 70.000 λίρες Αγγλίας.

Οι μαρτυρίες

Ένας από τους επιζήσαντες του ναυαγίου, ο Αλέκος Ξυλάκης, που μεταφερόταν μαζί με άλλους 35 συντρόφους του στην εξορία, θυμάται:

“Επιβιβαστήκαμε στο “Χειμάρρα” στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης κατά τις 7 το πρωί. Μόλις ξεκίνησε το πλοίο, εμείς οι πολιτικοί κρατούμενοι διαμαρτυρηθήκαμε γιατί μας είχαν δεμένους. Μετά την επίμονη στάση μας, ήρθε ο καπετάνιος και είπε στους αστυνομικούς να μας λύσουν. Τα προβλήματα άρχισαν μόλις το πλοίο βγήκε από τον Θερμαϊκό. Έπαθε βλάβη και για κάποιο χρονικό διάστημα ήμασταν ακυβέρνητοι.

Στη 1 τα ξημερώματα της Κυριακής φθάσαμε στη Χαλκίδα και σε λίγο το “Χειμάρρα” απέπλευσε. Μετά από λίγες ώρες το πλοίο συγκλονίστηκε από μια τρομερή έκρηξη. Επακολούθησε πανικός. Δε λειτουργούσε τίποτε. Επικράτησε απόλυτο σκοτάδι. Το “Χειμάρρα” ήταν ακυβέρνητο. Όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι είχαμε συγκεντρωθεί στο κατάστρωμα. Ένας σύντροφός μου, ο Αριστείδης, είχε μία λάμπα θυέλλης και την άναψε. Ο Παναγιώτης ο Τάρπογλου έρχεται και μας λέει ότι τα αμπάρια γεμίσανε νερό. Από ένα κιβώτιο παίρνουμε σωσίβια. Βγάζω τα ρούχα μου, το φοράω και ζητάω από τους άλλους συγκρατούμενούς μου να κάνουν το ίδιο.

Το καράβι απότομα γέρνει αριστερά και αρχίζει να βυθίζεται. Ανέβηκα στην κουπαστή και έπεσα στη θάλασσα. Στο μεταξύ πολλές ναυαγοσωστικές βάρκες άρχισαν να αναποδογυρίζουν γιατί ήταν υπερφορτωμένες. Οι στιγμές ήταν εφιαλτικές. Από όλα τα σημεία ακούγονταν σπαρακτικές κραυγές βοήθειας. Κολυμπώ μερικά μέτρα και βλέπω τη λάμπα να τρεμοσβήνει και ακριβώς την ώρα εκείνη το πλοίο να χάνεται. Καθώς κολυμπούσα προς την ακτή ένιωθα κάθε λίγο τα σώματα των πνιγμένων που ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού. Μετά από ώρες έφθασα στην ακτή. Στις δέκα το πρωί πέρασε ένα καΐκι και όπως οι ναυτικοί με είδαν να στέκομαι γυμνός στην ακτή, ήρθαν κοντά μου”.

Και ο Αλ. Ξυλάκης, καταλήγει:

Είκοσι μέρες με είχαν στην απομόνωση. “Σε δέρνουμε” μου έλεγαν “γιατί δεν πνίγηκες”. Ακολούθησαν 12 χρόνια εξορίας και φυλακής“.

Σύμφωνα με στοιχεία, που μπόρεσαν να συγκεντρώσουν οι επιζήσαντες του ναυαγίου πολιτικοί εξόριστοι, κατά τη βύθιση της “Χειμάρρας” έχασαν τη ζωή τους οι παρακάτω:
1. Ζαγουρτζής Ν.
2. Δούκας.
3. Κάκαβος.
4. Μαγαζώης Αρ.
5. Αδαμίδης Κ.
6. Ισσόπουλος Αρ.
7. Ματσαβίδου Ελ.
8. Αλβέρτος Κ.
9. Τζορμπαζηκωστής Κ.
10. Ταξιντάρης Κ.
11. Απέργης Γρ.
12. Τσαρδάκης Γ.
13. Μπατζάκης Ν.
14. Ρουμελιώτης Χ.
15. Καλλικρατίδης Ι.
16. Λυκάρτσης Σ.
17. Γερογιάννης Ι.
18. Νότογλου Ευαγ.
19. Χρυσοχέρη Αθ.
Δεν υπάρχουν τα ονόματα των υπόλοιπων αγνοούμενων πολιτικών εξόριστων, ούτε έγινε γνωστό κάτι για την τύχη τους.
Διασώθηκαν οι:
1. Βούτσας Α.
2. Πασδατίδης Ν.
3. Τάρπογλου Κ.
4. Τσακνής Αθ.
5. Τόπκας Α.
6. Στεφανίδης Ν.
7. Κοντοστάθης Σ.
8. Στοϊδης Χρ.
9. Δεληγιαννίδης Ν.
10. Ξυλάκης Αλ.

Το ναυάγιο έχει χαρακτηριστεί ως η μεγαλύτερη ελληνική ναυτική τραγωδία του 20ου αιώνα, αφού αποτελεί το πλέον πολύνεκρο ναυάγιο ελληνικού πλοίου που δεν προκλήθηκε από πολεμικές ενέργειες και το δεύτερο μεταξύ των ναυαγίων και στα πλαίσια του πολέμου.

Μέχρι σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί αν το πλοίο προσέκρουσε  σε μαγνητική θαλάσσια νάρκη, αν έγινε σαμποτάζ, ή  αν λόγω της ομίχλης που επικρατούσε, έπεσε  στα βράχια.

Μία καταδυτική ομάδα ανακάλυψε το ναυάγιο μετά από επίπονες έρευνες το 1999 και σε βάθος 35 μέτρων. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες και την κατάσταση του ναυαγίου σήμερα το πλοίο υπέστη πλήρη καταστροφή πιθανόν από έκρηξη που ενισχύει το σενάριο της νάρκης.
Πηγές: Ριζοσπάστης, TVXS, Μηχανή του Χρόνου, Wikipedia
Ακολουθείστε μας στο Google News